- στυφεδανός
- στυφεδανόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφεδανός — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυφεδανός … Dictionary of Greek
στυφεδανέ — στυφεδανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek